σήραγγα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | σήραγγα | σήραγγες |
γενική | σήραγγας | σηράγγων |
αιτιατική | σήραγγα | σήραγγες |
κλητική | σήραγγα | σήραγγες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σήραγγα < αρχαία ελληνική σῆραγξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σήραγγα θηλυκό
- υπόγειος δρόμος, διάβαση που επιτρέπει να διασχίσει κανείς ένα βουνό, έναν λόφο ή ακόμα να περάσει κάτω από ένα ποτάμι.