Δείτε επίσης: σύριγγα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σήραγγα οι σήραγγες
      γενική της σήραγγας των σηράγγων
    αιτιατική τη σήραγγα τις σήραγγες
     κλητική σήραγγα σήραγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σήραγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σῆραγξ (σπήλαιο, κούφιος βράχος), από την αιτιατική «τὴν σήραγγα», σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική tunnel[1] Δείτε και την αρχαία μετοχή σεσηρώς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σήραγγα θηλυκό

Μία σήραγγα στο Βούπερταλ
  1. υπόγειος δρόμος ή διάβαση που επιτρέπει να διασχίσει κανείς ένα βουνό, έναν λόφο ή ακόμα να περάσει κάτω από ένα ποτάμι
  2. μεγάλος αγωγός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

σήραγγα θηλυκό