Ουσιαστικό

επεξεργασία

tunnel (fr) αρσενικό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.nɛl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tunnel tunnels

tunnel (en)