tunnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtunnel (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tunnel | tunnels |
tunnel (en)
tunnel (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
tunnel | tunnels |
tunnel (en)