Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σηραγγώδης η σηραγγώδης το σηραγγώδες
      γενική του σηραγγώδους της σηραγγώδους του σηραγγώδους
    αιτιατική τον σηραγγώδη τη σηραγγώδη το σηραγγώδες
     κλητική σηραγγώδη(ς) σηραγγώδης σηραγγώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σηραγγώδεις οι σηραγγώδεις τα σηραγγώδη
      γενική των σηραγγωδών των σηραγγωδών των σηραγγωδών
    αιτιατική τους σηραγγώδεις τις σηραγγώδεις τα σηραγγώδη
     κλητική σηραγγώδεις σηραγγώδεις σηραγγώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σηραγγώδης < ελληνιστική κοινή σηραγγώδης < αρχαία ελληνική σῆραγξ

  Επίθετο επεξεργασία

σηραγγώδης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία