σηραγγώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σηραγγώδης < ελληνιστική κοινή σηραγγώδης < αρχαία ελληνική σῆραγξ
Επίθετο
επεξεργασίασηραγγώδης
Συγγενικά
επεξεργασία- ενδοσηραγγώδης
- → δείτε τη λέξη σήραγγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σηραγγώδης
|