τούνελ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατούνελ ουδέτερο άκλιτο
- τεχνητό υπόγειο ή υποθαλάσσιο όρυγμα, που ανοίγεται για να επιτρέψει τη διάβαση ενός αυτοκινητοδρόμου ή μιας σιδηροδρομικής γραμμής
Εκφράσεις
επεξεργασία- φως στην άκρη του τούνελ: προοπτική ελπίδας και εξόδου από μια δύσκολη περίοδο