miner
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- miner < mine
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
miner (fr)
- (παρωχημένο) καταστρέφω με μια νάρκη
- σκάβω το εσωτερικό ενός αντικειμένου, ξύνω από μέσα
- (μεταφορικά) διαλύω, καταστρέφω, φθείρω
- τοποθετώ νάρκες, ναρκοθετώ
- κάνω κάποιον να αρρωστήσει, να υποφέρει