Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάκκωμα τα λακκώματα
      γενική του λακκώματος των λακκωμάτων
    αιτιατική το λάκκωμα τα λακκώματα
     κλητική λάκκωμα λακκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάκκωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάκκωμα ουδέτερο

  • κοιλότητα μεγάλης έκτασης στην επιφάνεια του εδάφους, λάκκα, γούβωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία