λάκκωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάκκωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάκκωμα ουδέτερο
- κοιλότητα μεγάλης έκτασης στην επιφάνεια του εδάφους, λάκκα, γούβωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
λάκκωμα
|
λάκκωμα ουδέτερο
|