• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

λαχαίνω

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ρήμα
      • 2.2.1 Συνώνυμα
      • 2.2.2 Συγγενικές λέξεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαχαίνω < αρχαία ελληνική λαγχάνω

  ΡήμαΕπεξεργασία

λαχαίνω

  1. αποδίδομαι σε κάποιον με κλήρωση
  2. τυχαίνω, συμβαίνω κατά τυχαίο τρόπο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • λαχνός
  • λαχείο
  • λαχειοπώλης
  • λαχειοφόρος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λαχαίνω
  • γαλλικά : 1. tirer au sort (fr), 2. advenir (fr), survenir (fr)



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαχαίνω < λαγχάνω

  ΡήμαΕπεξεργασία

λαχαίνω

  • σκάβω

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • σκάπτω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • λάχανον
  • λάξις
  • λάχεια
  • λαχή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λαχαίνω&oldid=4648702"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Ιουνίου 2020, στις 17:00

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Ιουνίου 2020, στις 17:00.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie