λαχαίνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λαχαίνω < αρχαία ελληνική λαγχάνω
ΡήμαΕπεξεργασία
λαχαίνω
- αποδίδομαι σε κάποιον με κλήρωση
- τυχαίνω, συμβαίνω κατά τυχαίο τρόπο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λαχαίνω < λαγχάνω
ΡήμαΕπεξεργασία
λαχαίνω