Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαχειοπώλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λαχειοπώλ
ης
οι
λαχειοπώλ
ες
&
λαχειοπώλ
ηδες
γενική
του
λαχειοπώλ
η
των
λαχειοπωλ
ών
&
λαχειοπώλ
ηδων
αιτιατική
τον
λαχειοπώλ
η
τους
λαχειοπώλ
ες
&
λαχειοπώλ
ηδες
κλητική
λαχειοπώλ
η
λαχειοπώλ
ες
&
λαχειοπώλ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
λαχειοπώλης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαχειοπώλης
<
λαχείο
+
-πώλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαχειοπώλης
αρσενικό
(
θηλυκό
λαχειοπώλισσα
)
(
επάγγελμα
) ο
πωλητής
λαχείων
ένας πλανόδιος
λαχειοπώλης
φώναζε: "Λαχεία! Αύριο κληρώνει!"
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαχειοπώλης
τουρκικά
:
piyangocu
(tr)