λαχειοπώλισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαχειοπώλισσα < λαχειοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαχειοπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη λαχειοπώλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαχειοπώλισσα
|