↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαχειοφόρος η λαχειοφόρος
λαχειοφόρα
το λαχειοφόρο
      γενική του λαχειοφόρου της λαχειοφόρου
λαχειοφόρας
του λαχειοφόρου
    αιτιατική τον λαχειοφόρο τη λαχειοφόρο
λαχειοφόρα
το λαχειοφόρο
     κλητική λαχειοφόρε λαχειοφόρε
λαχειοφόρα
λαχειοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαχειοφόροι οι λαχειοφόροι
λαχειοφόρες
τα λαχειοφόρα
      γενική των λαχειοφόρων των λαχειοφόρων των λαχειοφόρων
    αιτιατική τους λαχειοφόρους τις λαχειοφόρους
λαχειοφόρες
τα λαχειοφόρα
     κλητική λαχειοφόροι λαχειοφόροι
λαχειοφόρες
λαχειοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαχειοφόρος < λαχεί(ο) + -ο- + -φόρος ( < φέρω )

  Επίθετο

επεξεργασία

λαχειοφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία