Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκάπτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.3
Συγγενικά
1.4
Σύνθετα
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκάπτω
<
αρχαία ελληνική
σκάπτω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
skabʰ
(
γδέρνω
,
ξύνω
)
Ρήμα
επεξεργασία
σκάπτω
(
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
σκάβω
Συγγενικά
επεξεργασία
σκαμμένος
σκάμμα
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκαπτικός
σκάφη
σκάφος
Σύνθετα
επεξεργασία
άσκαπτος
ανασκάπτω
εκσκαφέας
υποσκάπτω