• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σκάπτω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
    • 1.3 Συγγενικά
    • 1.4 Σύνθετα

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκάπτω < αρχαία ελληνική σκάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skabʰ (γδέρνω, ξύνω)

Ρήμα

επεξεργασία

σκάπτω

  • (λόγιο) άλλη μορφή του σκάβω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σκαμμένος
  • σκάμμα
  • σκαπανεύς
  • σκαπάνη
  • σκαπτικός
  • σκάφη
  • σκάφος

Σύνθετα

επεξεργασία
  • άσκαπτος
  • ανασκάπτω
  • εκσκαφέας
  • υποσκάπτω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκάπτω&oldid=5236372"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, στις 20:16

Γλώσσες

    • English
    • Eesti
    • Français
    • Italiano
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, στις 20:16.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας