Δείτε επίσης: ὑποσκάπτω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποσκάπτω < ελληνιστική κοινή ὑποσκάπτω (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική ὑποσκάπτω

  Ρήμα επεξεργασία

υποσκάπτω (παθητική φωνή: υποσκάπτομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία