Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποσκαφή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ὑποσκαφή
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
υποσκαφ
ή
οι
υποσκαφ
ές
γενική
της
υποσκαφ
ής
των
υποσκαφ
ών
αιτιατική
την
υποσκαφ
ή
τις
υποσκαφ
ές
κλητική
υποσκαφ
ή
υποσκαφ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποσκαφή
< (
ελληνιστική κοινή
)
ὑποσκαφή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υποσκαφή
θηλυκό
(
λόγιο
) το
σκάψιμο
κάτω από κάποια
επιφάνεια
καθώς και το
σκαμμένο
μέρος
που δημιουργείται μ’ αυτή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
υπόσκαψη
Συγγενικά
επεξεργασία
υπόσκαφος
→
δείτε
τις λέξεις
υποσκάπτω
και
σκάβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποσκαφή
αγγλικά
:
undermining
(en)
γαλλικά
:
sape
(fr)