Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκάψιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκάψιμ
ο
τα
σκαψίμ
ατ
α
γενική
του
σκαψίμ
ατ
ος
των
σκαψιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
σκάψιμ
ο
τα
σκαψίμ
ατ
α
κλητική
σκάψιμ
ο
σκαψίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκάψιμο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκάψιμο
ουδέτερο
η ενέργεια του
σκάβω
το αποτέλεσμα του
σκάβω
, το
σκάμμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκάψιμο
γαλλικά
:
creusement
(fr)