Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκαμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκαμμέν
ος
η
σκαμμέν
η
το
σκαμμέν
ο
γενική
του
σκαμμέν
ου
της
σκαμμέν
ης
του
σκαμμέν
ου
αιτιατική
τον
σκαμμέν
ο
τη
σκαμμέν
η
το
σκαμμέν
ο
κλητική
σκαμμέν
ε
σκαμμέν
η
σκαμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκαμμέν
οι
οι
σκαμμέν
ες
τα
σκαμμέν
α
γενική
των
σκαμμέν
ων
των
σκαμμέν
ων
των
σκαμμέν
ων
αιτιατική
τους
σκαμμέν
ους
τις
σκαμμέν
ες
τα
σκαμμέν
α
κλητική
σκαμμέν
οι
σκαμμέν
ες
σκαμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκαμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σκάβω
Μετοχή
επεξεργασία
σκαμμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
σκάβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκαμμένος