Δείτε επίσης: υποσκάπτω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑποσκάπτω < ὑπο- + σκάπτω

ὑποσκάπτω

  1. σκάβω από κάτω
  2. σκάβω λαγούμι
  3. (ελληνιστική σημασία) υποσκάπτω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ὑπό και σκάπτω