Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκαπανεύς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκαπανεύς
<
σκαπάνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκαπανεύς
αρσενικό
(
επάγγελμα
) χειρωνάκτης εργάτης με κύρια ασχολία το σκάψιμο,
σκαφτιάς
,
σκαπανέας
※
Καὶ
σκαπανεὺς
καὶ μισθωτός, ὡς ἔοικεν, οὕτω βαρεῖαν καταφέρων τὴν δίκελλαν;
(
Λουκιανός
,
Τίμων
, 7)