Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκαφτιάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σκαφτι
άς
οι
σκαφτι
άδες
γενική
του
σκαφτι
ά
των
σκαφτι
άδων
αιτιατική
τον
σκαφτι
ά
τους
σκαφτι
άδες
κλητική
σκαφτι
ά
σκαφτι
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκαφτιάς
<
σκάφτ(ω)
+
-ιάς
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
skaˈftças
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
σκα‐φτιάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκαφτιάς
αρσενικό
(
προφορικό
,
επάγγελμα
) ανειδίκευτος
εργάτης
του οποίου κύριο έργο είναι το
σκάψιμο
≈
συνώνυμα
:
σκαφέας
(
λόγιο
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκαφτιάς
γαλλικά
:
terrassier
(fr)