Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαπτικός η σκαπτική το σκαπτικό
      γενική του σκαπτικού της σκαπτικής του σκαπτικού
    αιτιατική τον σκαπτικό τη σκαπτική το σκαπτικό
     κλητική σκαπτικέ σκαπτική σκαπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαπτικοί οι σκαπτικές τα σκαπτικά
      γενική των σκαπτικών των σκαπτικών των σκαπτικών
    αιτιατική τους σκαπτικούς τις σκαπτικές τα σκαπτικά
     κλητική σκαπτικοί σκαπτικές σκαπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαπτικός < σκάπτ(ω) + -ικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ska.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐πτι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

σκαπτικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με το σκάψιμο ή που χρησιμοποιείται για αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) σκαπτικά: η αμοιβή για της υπηρεσίες σκαψίματος
  3. (ουσιαστικοποιημένο, ζωολογία) σκαπτικό: το έντομο που αφήνει τα αυγά του σε στοές που σκάβει το ίδιο[2]

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σκαπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)