εκσκαφέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκσκαφέας < εκφασκαφ(ή) + -έας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική excavator)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.skaˈfe.as/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκσκαφέας αρσενικό
- το μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε χωματουργικές εργασίες, το οποίο σκάβει και αδειάζει το χώμα σε μεταφορικό μέσο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- εκσκαφέας στη Βικιπαίδεια