γδέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γδέρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐγδέρνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκδέρω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣðeɾ.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γδέρ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαγδέρνω, αόρ.: έγδαρα, παθ.φωνή: γδέρνομαι, π.αόρ.: γδάρθηκα, μτχ.π.π.: γδαρμένος
- αφαιρώ εξολοκλήρου το δέρμα από ένα νεκρό ζώο
- προκαλώ με αιχμηρό αντικείμενο ένα γδάρσιμο
- (μεταφορικά) παίρνω πολλά χρήματα από κάποιον πουλώντας του κάτι σε υπερβολική τιμή
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γδέρνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γδέρνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας