↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαχνός οι λαχνοί
      γενική του λαχνού των λαχνών
    αιτιατική τον λαχνό τους λαχνούς
     κλητική λαχνέ λαχνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαχνός < λαγχάνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαχνός αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • του έτυχε ο πρώτος λαχνός: κέρδισε το μεγαλύτερο ποσό που προσφέρει ένα λαχείο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία