Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
storm storms

storm (en)

  1. (άνεμος) η καταιγίδα, η θύελλα
    ⮡  A storm is coming.
    Έρχεται καταιγίδα.
    ⮡  snowstorm - χιονοθύελλα
    ⮡  sandstorm - αμμοθύελλα
    ⮡  windstorm - ανεμοθύελλα
    ⮡  The storm did great damage to the crops.
    Η θύελλα έκανε μεγάλη ζημιά στις καλλιέργειες.
  2. (μεταφορικά) η θύελλα
    ⮡  a storm of protest - θύελλα διαμαρτυριών

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας storm
γ΄ ενικό ενεστώτα storms
αόριστος stormed
παθητική μετοχή stormed
ενεργητική μετοχή storming

storm (en)