φουρτουνιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαφουρτουνιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φουρτουνιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φουρτουνιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φουρτουνιασμένος