Ετυμολογία

επεξεργασία
τρικυμίζω < τρικυμία + -ίζω

τρικυμίζω

  1. (κυριολεκτικά) προκαλώ τρικυμία
  2. (μεταφορικά) αναστατώνω, διαταράσσω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία