τρικυμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατρικυμίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- τρικύμισμα
- τρικυμισμένος
- → δείτε τη λέξη τρικυμία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρικυμίζω | τρικύμιζα | θα τρικυμίζω | να τρικυμίζω | τρικυμίζοντας | |
β' ενικ. | τρικυμίζεις | τρικύμιζες | θα τρικυμίζεις | να τρικυμίζεις | τρικύμιζε | |
γ' ενικ. | τρικυμίζει | τρικύμιζε | θα τρικυμίζει | να τρικυμίζει | ||
α' πληθ. | τρικυμίζουμε | τρικυμίζαμε | θα τρικυμίζουμε | να τρικυμίζουμε | ||
β' πληθ. | τρικυμίζετε | τρικυμίζατε | θα τρικυμίζετε | να τρικυμίζετε | τρικυμίζετε | |
γ' πληθ. | τρικυμίζουν(ε) | τρικύμιζαν τρικυμίζαν(ε) |
θα τρικυμίζουν(ε) | να τρικυμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρικύμισα | θα τρικυμίσω | να τρικυμίσω | τρικυμίσει | ||
β' ενικ. | τρικύμισες | θα τρικυμίσεις | να τρικυμίσεις | τρικύμισε | ||
γ' ενικ. | τρικύμισε | θα τρικυμίσει | να τρικυμίσει | |||
α' πληθ. | τρικυμίσαμε | θα τρικυμίσουμε | να τρικυμίσουμε | |||
β' πληθ. | τρικυμίσατε | θα τρικυμίσετε | να τρικυμίσετε | τρικυμίστε | ||
γ' πληθ. | τρικύμισαν τρικυμίσαν(ε) |
θα τρικυμίσουν(ε) | να τρικυμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρικυμίσει | είχα τρικυμίσει | θα έχω τρικυμίσει | να έχω τρικυμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τρικυμίσει | είχες τρικυμίσει | θα έχεις τρικυμίσει | να έχεις τρικυμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τρικυμίσει | είχε τρικυμίσει | θα έχει τρικυμίσει | να έχει τρικυμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρικυμίσει | είχαμε τρικυμίσει | θα έχουμε τρικυμίσει | να έχουμε τρικυμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τρικυμίσει | είχατε τρικυμίσει | θα έχετε τρικυμίσει | να έχετε τρικυμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τρικυμίσει | είχαν τρικυμίσει | θα έχουν τρικυμίσει | να έχουν τρικυμίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρικυμίζω
|