τρικυμισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατρικυμισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τρικυμισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τρικυμισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τρικυμισμένος