σκληριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκληριά | οι | σκληριές |
γενική | της | σκληριάς | των | σκληριών |
αιτιατική | τη | σκληριά | τις | σκληριές |
κλητική | σκληριά | σκληριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκληριά < σκληρ(ίζω) + -ιά,[1] με (παρετυμολόγηση) από το επίθετο σκληρός. Δείτε και σκληρίζω, < πιθανόν στριγγλίζω[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skliɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ριά
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκληριά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκληρίζω, τσίριγμα, τσιρίδα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκληρίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκληριά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκληριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σκληρίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκληριά θηλυκό
- άλλη μορφή του σκληρία
- ※ (στη σημασία σκληρότητα) Κι απάλυνε στα λόγια μου κι ας τη σκληριά την τόση (Η Θυσία του Αβραάμ, κρητικό έργο του 17ου αιώνα)
- άλλες μορφές: σκλεριά, -ία [1]
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- σκληριά (αιτιατική ενικού)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «σκλεριά, -ρία (σκληρία)», με σημασία: τρικυμία - Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη επιστασία Κ. Ν. Σάθα: Χρονογράφοι Βασιλείου Κύπρου, τόμος 2, Τύποις του Χρόνου, 1873, σελ.629@books.google
Πηγές
επεξεργασία- «Λεξικό Κριαρά», Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), Τόμος Κ', Επιμ.: Ιωάννης Καζάζης, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2016, σελ. 254 djvu.txt / 254‑255@archive.org