σκληρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληρίζω < στριγκλίζω (με παρετυμολόγηση από το επίθετο σκληρός[1] [2])
Ρήμα
επεξεργασίασκληρίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκληρίζω | σκλήριζα | θα σκληρίζω | να σκληρίζω | σκληρίζοντας | |
β' ενικ. | σκληρίζεις | σκλήριζες | θα σκληρίζεις | να σκληρίζεις | σκλήριζε | |
γ' ενικ. | σκληρίζει | σκλήριζε | θα σκληρίζει | να σκληρίζει | ||
α' πληθ. | σκληρίζουμε | σκληρίζαμε | θα σκληρίζουμε | να σκληρίζουμε | ||
β' πληθ. | σκληρίζετε | σκληρίζατε | θα σκληρίζετε | να σκληρίζετε | σκληρίζετε | |
γ' πληθ. | σκληρίζουν(ε) | σκλήριζαν σκληρίζαν(ε) |
θα σκληρίζουν(ε) | να σκληρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκλήρισα | θα σκληρίσω | να σκληρίσω | σκληρίσει | ||
β' ενικ. | σκλήρισες | θα σκληρίσεις | να σκληρίσεις | σκλήρισε | ||
γ' ενικ. | σκλήρισε | θα σκληρίσει | να σκληρίσει | |||
α' πληθ. | σκληρίσαμε | θα σκληρίσουμε | να σκληρίσουμε | |||
β' πληθ. | σκληρίσατε | θα σκληρίσετε | να σκληρίσετε | σκληρίστε | ||
γ' πληθ. | σκλήρισαν σκληρίσαν(ε) |
θα σκληρίσουν(ε) | να σκληρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκληρίσει | είχα σκληρίσει | θα έχω σκληρίσει | να έχω σκληρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκληρίσει | είχες σκληρίσει | θα έχεις σκληρίσει | να έχεις σκληρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκληρίσει | είχε σκληρίσει | θα έχει σκληρίσει | να έχει σκληρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκληρίσει | είχαμε σκληρίσει | θα έχουμε σκληρίσει | να έχουμε σκληρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκληρίσει | είχατε σκληρίσει | θα έχετε σκληρίσει | να έχετε σκληρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκληρίσει | είχαν σκληρίσει | θα έχουν σκληρίσει | να έχουν σκληρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκληρίζω
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σκληρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας