Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμ. < επιμελητής (/τρια, /τές) ή επιμέλεια

  Συντομομορφή επεξεργασία

επιμ. συντομογραφία

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • Επιμ.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία