Δείτε επίσης: ἐπιμελοῦμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία

επιμελούμαι, π.αόρ.: επιμελήθηκα, μτχ.π.π.: επιμελημένος (αποθετικό ρήμα)

  • φροντίζω, ασχολούμαι με κάτι φροντίζοντας για όλες τις σχετικές λεπτομέρειες
      Το εξώφυλλο επιμελήθηκε με περισσή προθυμία ο Τσαρούχης. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία