επιμελούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιμελούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμελοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἐπιμελέομαι < ἐπιμελής
Ρήμα
επεξεργασίαεπιμελούμαι, π.αόρ.: επιμελήθηκα, μτχ.π.π.: επιμελημένος (αποθετικό ρήμα)
- φροντίζω, ασχολούμαι με κάτι φροντίζοντας για όλες τις σχετικές λεπτομέρειες
- ※ Το εξώφυλλο επιμελήθηκε με περισσή προθυμία ο Τσαρούχης. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη επιμελής
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιμελούμαι | επιμελούμουν | θα επιμελούμαι | να επιμελούμαι | ||
β' ενικ. | επιμελείσαι | επιμελούσουν | θα επιμελείσαι | να επιμελείσαι | ||
γ' ενικ. | επιμελείται | επιμελούνταν | θα επιμελείται | να επιμελείται | ||
α' πληθ. | επιμελούμαστε | επιμελούμασταν επιμελούμαστε |
θα επιμελούμαστε | να επιμελούμαστε | ||
β' πληθ. | επιμελείστε | επιμελούσασταν επιμελούσαστε |
θα επιμελείστε | να επιμελείστε | επιμελείστε | |
γ' πληθ. | επιμελούνται | επιμελούνταν | θα επιμελούνται | να επιμελούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιμελήθηκα | θα επιμεληθώ | να επιμεληθώ | επιμεληθεί | ||
β' ενικ. | επιμελήθηκες | θα επιμεληθείς | να επιμεληθείς | επιμελήσου | ||
γ' ενικ. | επιμελήθηκε | θα επιμεληθεί | να επιμεληθεί | |||
α' πληθ. | επιμεληθήκαμε | θα επιμεληθούμε | να επιμεληθούμε | |||
β' πληθ. | επιμεληθήκατε | θα επιμεληθείτε | να επιμεληθείτε | επιμεληθείτε | ||
γ' πληθ. | επιμελήθηκαν επιμεληθήκαν(ε) |
θα επιμεληθούν(ε) | να επιμεληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιμεληθεί | είχα επιμεληθεί | θα έχω επιμεληθεί | να έχω επιμεληθεί | επιμελημένος | |
β' ενικ. | έχεις επιμεληθεί | είχες επιμεληθεί | θα έχεις επιμεληθεί | να έχεις επιμεληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιμεληθεί | είχε επιμεληθεί | θα έχει επιμεληθεί | να έχει επιμεληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιμεληθεί | είχαμε επιμεληθεί | θα έχουμε επιμεληθεί | να έχουμε επιμεληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιμεληθεί | είχατε επιμεληθεί | θα έχετε επιμεληθεί | να έχετε επιμεληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιμεληθεί | είχαν επιμεληθεί | θα έχουν επιμεληθεί | να έχουν επιμεληθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιμελούμαι
|