ἐπιμελέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι ἐπιμέλομαι | |
Παρατατικός | ἐπεμελούμην ἐπεμελόμην | |
Μέλλοντας | ἐπιμελήσομαι & ἐπιμεληθήσομαι | |
Αόριστος | ἐπεμελησάμην & ἐπεμελήθην | |
Παρακείμενος | ἐπιμεμέλημαι | |
Υπερσυντέλικος | ἐπεμεμελήμην | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
επεξεργασίαἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι (αποθετικό ρήμα) & η μορφή ἐπιμέλομαι
- φροντίζω, προσέχω
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 249
- Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται, μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους, καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶς.
- Όποιος δεν πιστοποιήσει αυτά, μην επιβεβαιώσετε τους επαίνους και φροντίστε για τη δημοκρατία, που έχει ήδη γλιστρήσει μέσα από τα χέρια σας.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται, μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους, καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶς.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 4, 1.40
- τά τ᾽ ἄλλα ὁ Ἀγησίλαος ἐπεμελεῖτο αὐτοῦ,
- ο Αγησίλαος τον φρόντισε σ᾽ όλα·
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- τά τ᾽ ἄλλα ὁ Ἀγησίλαος ἐπεμελεῖτο αὐτοῦ,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 249
- έχω την επιμέλεια σε κάτι, επιστατώ, διοικώ σε έναν τομέα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 4.24
- Καὶ οἱ μὲν τριάκοντα Ἐλευσῖνάδε ἀπῆλθον· οἱ δὲ δέκα τῶν ἐν ἄστει καὶ μάλα τεταραγμένων καὶ ἀπιστούντων ἀλλήλοις σὺν τοῖς ἱππάρχοις ἐπεμέλοντο.
- Οι Τριάντα αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα, ενώ οι Δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Καὶ οἱ μὲν τριάκοντα Ἐλευσῖνάδε ἀπῆλθον· οἱ δὲ δέκα τῶν ἐν ἄστει καὶ μάλα τεταραγμένων καὶ ἀπιστούντων ἀλλήλοις σὺν τοῖς ἱππάρχοις ἐπεμέλοντο.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 4.24
- (για δημόσιες θέσεις) είμαι επιμελητής ενός πράγματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιμελέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιμελέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.