Δείτε επίσης: ἐπιστατῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιστατώ < αρχαία ελληνική ἐπιστατέω / ἐπιστατῶ < ἐπιστάτης

επιστατώ (παθητική φωνή: επιστατούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία