επιστατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστατώ < αρχαία ελληνική ἐπιστατέω / ἐπιστατῶ < ἐπιστάτης
Ρήμα
επεξεργασίαεπιστατώ (παθητική φωνή: επιστατούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη επιστάτης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιστατώ | επιστατούσα | θα επιστατώ | να επιστατώ | επιστατώντας | |
β' ενικ. | επιστατείς | επιστατούσες | θα επιστατείς | να επιστατείς | (επιστάτει) | |
γ' ενικ. | επιστατεί | επιστατούσε | θα επιστατεί | να επιστατεί | ||
α' πληθ. | επιστατούμε | επιστατούσαμε | θα επιστατούμε | να επιστατούμε | ||
β' πληθ. | επιστατείτε | επιστατούσατε | θα επιστατείτε | να επιστατείτε | επιστατείτε | |
γ' πληθ. | επιστατούν(ε) | επιστατούσαν(ε) | θα επιστατούν(ε) | να επιστατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιστάτησα | θα επιστατήσω | να επιστατήσω | επιστατήσει | ||
β' ενικ. | επιστάτησες | θα επιστατήσεις | να επιστατήσεις | επιστάτησε | ||
γ' ενικ. | επιστάτησε | θα επιστατήσει | να επιστατήσει | |||
α' πληθ. | επιστατήσαμε | θα επιστατήσουμε | να επιστατήσουμε | |||
β' πληθ. | επιστατήσατε | θα επιστατήσετε | να επιστατήσετε | επιστατήστε | ||
γ' πληθ. | επιστάτησαν επιστατήσαν(ε) |
θα επιστατήσουν(ε) | να επιστατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιστατήσει | είχα επιστατήσει | θα έχω επιστατήσει | να έχω επιστατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιστατήσει | είχες επιστατήσει | θα έχεις επιστατήσει | να έχεις επιστατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιστατήσει | είχε επιστατήσει | θα έχει επιστατήσει | να έχει επιστατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιστατήσει | είχαμε επιστατήσει | θα έχουμε επιστατήσει | να έχουμε επιστατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιστατήσει | είχατε επιστατήσει | θα έχετε επιστατήσει | να έχετε επιστατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιστατήσει | είχαν επιστατήσει | θα έχουν επιστατήσει | να έχουν επιστατήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιστατώ