↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιστάτης οι επιστάτες
      γενική του επιστάτη των επιστατών
    αιτιατική τον επιστάτη τους επιστάτες
     κλητική επιστάτη επιστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιστάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστάτης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈsta.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐στά‐της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιστάτης αρσενικό (θηλυκό επιστάτρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία