επιστάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστάτης[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐στά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιστάτης αρσενικό (θηλυκό επιστάτρια)
- (επάγγελμα) υπάλληλος που έχει τη γενική ευθύνη για την ευρυθμία σε ένα δημόσιο κτήριο (πχ σχολείο) και κάνει μικροεπισκευές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπάλληλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιστάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας