μπουνατσάρει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουνατσάρει < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
μπουνατσάρει
- (απρόσωπο ρήμα) φτιάχνει ο καιρός, βελτιώνεται, γίνεται μπουνάτσα (λέγεται κυρίως για τον καιρό στη θάλασσα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουνατσάρει
|