ενικός         πληθυντικός  
bonus bonuses

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bonus (en)

  1. το μπόνους, το πριμ, το επιμίσθιο, επιπλέον αμοιβή που δίνεται σε υπάλληλο
      I was awarded a bonus for my work performance.
    Μου απονεμήθηκε μπόνους για την απόδοσή μου στη δουλειά.
  2. το επιπλέον πλεονέκτημα
      Being able to walk to work is a bonus of the new job.
    Το ότι μπορώ να πηγαίνω με τα πόδια στη δουλειά είναι ένα επιπλέον πλεονέκτημα της νέας δουλειάς.
ενικός πληθυντικός
bonus bonus

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bonus (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. το μπόνους
  2. η μείωση των ασφάλιστρων αυτοκινήτου που αποδίδεται σε οδηγό που δεν είχε ατύχημα
     αντώνυμα: malus