Ετυμολογία

επεξεργασία
bonus < λατινική bonus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbəʊ.nəs/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈboʊ.nəs/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bonus (en)

  1. επιμίσθιο
  2. κάτι επιπλέον που είναι καλό
  3. το μπόνους, επιπλέον αμοιβή που δίνεται σε υπάλληλο
ενικός πληθυντικός
bonus bonus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bonus (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. το μπόνους
  2. η μείωση των ασφάλιστρων αυτοκινήτου που αποδίδεται σε οδηγό που δεν είχε ατύχημα
     αντώνυμα: malus

  Επίθετο

επεξεργασία

bonus (la)

  1. καλός
  2. γενναίος
  3. σωστός
  4. έγκυρος
  5. υγιής

Αντώνυμα

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική bonus bona bonum bonī bonae bona
γενική bonī bonae bonī bonōrum bonārum bonōrum
δοτική bonō bonae bonō bonīs bonīs bonīs
αιτιατική bonum bonam bonum bonōs bonās bona
κλητική bone bona bonum bonī bonae bona
αφαιρετική bonō bonā bonō bonīs bonīs bonīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)
bonus-bona-bonum
melior-melior-melius
optimus-optima-optimum