bonus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbonus (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
bonus | bonus |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbonus (fr) αρσενικό άκλιτο
- το μπόνους
- η μείωση των ασφάλιστρων αυτοκινήτου που αποδίδεται σε οδηγό που δεν είχε ατύχημα
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbonus (la)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | bonus | bona | bonum | bonī | bonae | bona |
γενική | bonī | bonae | bonī | bonōrum | bonārum | bonōrum |
δοτική | bonō | bonae | bonō | bonīs | bonīs | bonīs |
αιτιατική | bonum | bonam | bonum | bonōs | bonās | bona |
κλητική | bone | bona | bonum | bonī | bonae | bona |
αφαιρετική | bonō | bonā | bonō | bonīs | bonīs | bonīs |
bonus-bona-bonum |
melior-melior-melius |
optimus-optima-optimum
|