Ετυμολογία

επεξεργασία
boni < bon- + -i
ρήμα boni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας bonas bonanta bonata
αόριστος bonis boninta bonita
μέλλοντας bonos bononta bonota
υποθετική bonus - -
προστακτική bonu - -

boni (eo)


  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

boni (io)