χρησιμεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρησιμεύω < αρχαία ελληνική χρησιμεύω με τη σημερινή έννοια < χρήσιμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾi.siˈme.vo/
Ρήμα
επεξεργασίαχρησιμεύω
- είμαι χρήσιμος, έχω κάποια χρησιμότητα
- μια αναβολή δε χρησιμεύει σε τίποτα αυτή τη στιγμή
- με χρησιμοποιούν για να κάνουν κάτι
- σε τι χρησιμεύει αυτό το εργαλείο;
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρησιμεύω | χρησίμευα | θα χρησιμεύω | να χρησιμεύω | χρησιμεύοντας | |
β' ενικ. | χρησιμεύεις | χρησίμευες | θα χρησιμεύεις | να χρησιμεύεις | χρησίμευε | |
γ' ενικ. | χρησιμεύει | χρησίμευε | θα χρησιμεύει | να χρησιμεύει | ||
α' πληθ. | χρησιμεύουμε | χρησιμεύαμε | θα χρησιμεύουμε | να χρησιμεύουμε | ||
β' πληθ. | χρησιμεύετε | χρησιμεύατε | θα χρησιμεύετε | να χρησιμεύετε | χρησιμεύετε | |
γ' πληθ. | χρησιμεύουν(ε) | χρησίμευαν χρησιμεύαν(ε) |
θα χρησιμεύουν(ε) | να χρησιμεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρησίμευσα | θα χρησιμεύσω | να χρησιμεύσω | χρησιμεύσει | ||
β' ενικ. | χρησίμευσες | θα χρησιμεύσεις | να χρησιμεύσεις | χρησίμευσε | ||
γ' ενικ. | χρησίμευσε | θα χρησιμεύσει | να χρησιμεύσει | |||
α' πληθ. | χρησιμεύσαμε | θα χρησιμεύσουμε | να χρησιμεύσουμε | |||
β' πληθ. | χρησιμεύσατε | θα χρησιμεύσετε | να χρησιμεύσετε | χρησιμεύστε | ||
γ' πληθ. | χρησίμευσαν χρησιμεύσαν(ε) |
θα χρησιμεύσουν(ε) | να χρησιμεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρησιμεύσει | είχα χρησιμεύσει | θα έχω χρησιμεύσει | να έχω χρησιμεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρησιμεύσει | είχες χρησιμεύσει | θα έχεις χρησιμεύσει | να έχεις χρησιμεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρησιμεύσει | είχε χρησιμεύσει | θα έχει χρησιμεύσει | να έχει χρησιμεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρησιμεύσει | είχαμε χρησιμεύσει | θα έχουμε χρησιμεύσει | να έχουμε χρησιμεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρησιμεύσει | είχατε χρησιμεύσει | θα έχετε χρησιμεύσει | να έχετε χρησιμεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρησιμεύσει | είχαν χρησιμεύσει | θα έχουν χρησιμεύσει | να έχουν χρησιμεύσει |
|