Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
serve serves

serve (en)

ενεστώτας serve
γ΄ ενικό ενεστώτα serves
αόριστος served
παθητική μετοχή served
ενεργητική μετοχή serving

serve (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σερβίρω, εξυπηρετώ, δίνω σε κάποιον φαγητό ή ποτό, για παράδειγμα σε ένα εστιατόριο
    ⮡  White wine is served cold or, better yet, chilled, but never hot.
    Το άσπρο κρασί σερβίρεται κρύο ή, καλύτερα, παγωμένο, ποτέ όμως ζεστό.
    ⮡  He’s a very efficient waiter; he served all of the customers by himself.
    Πολύ ικανό το γκαρσόνι· εξυπηρέτησε μόνο του όλους τους πελάτες.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) εξυπηρετώ, βοηθώ έναν πελάτη ή του πουλάω κάτι σε ένα μαγαζί
    ⮡  There was no one in the store to serve me.
    Δεν υπήρχε κανείς στο μαγαζί να μ' εξυπηρετήσει.
    ⮡  Have you been served?
    Εξυπηρετείστε;
     συνώνυμα:  attend to, help και wait on
  3. (μεταβατικό) εξυπηρετώ, χρησιμεύω, είμαι χρήσιμος σε κάποιον για να πετύχει ή να ικανοποιήσει κάτι
    ⮡  This motorcycle has served me well.
    Αυτή η μοτοσικλέτα μ' έχει εξυπηρετήσει καλά.
    ⮡  It’s small but it will serve my needs.
    Είναι μικρό αλλά θα με εξυπηρετήσει.
    ⮡  This box will serve as a seat.
    Αυτό το κουτί θα χρησιμεύσει για κάθισμα.
    ⮡  It served as an example/as an excuse for him.
    Του χρησίμευσε σαν παράδειγμα/σα δικαιολογία.
  4. (μεταβατικό) εξυπηρετώ, παρέχω σε μια περιοχή ή μια ομάδα ανθρώπων ένα προϊόν ή μια υπηρεσία
    ⮡  This pool serves the whole city.
    Αυτή η πισίνα εξυπηρετεί όλη την πόλη.
    ⮡  Our office doesn’t discriminate; it serves everyone.
    Το γραφείο μας δεν κάνει διακρίσεις· τους εξυπηρετεί όλους.
    ⮡  The highway serves the entire province.
    Ο αυτοκινητόδρομος εξυπηρετεί ολόκληρη την επαρχία.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) υπηρετώ, εργάζομαι ή εκτελώ καθήκοντα για ένα πρόσωπο, έναν οργανισμό, μια χώρα κτλ.
    ⮡  He served him faithfully for many years.
    Τον υπηρέτησε πιστά πολλά χρόνια.
    ⮡  She served in the Ministry of Foreign Affairs.
    Υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών.
    ⮡  Have you served in the army?
    Έχεις υπηρετήσει στο στρατό;
    ⮡  I served in two wars.
    Υπηρέτησα σε δύο πολέμους.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) χρησιμεύω, έχω ένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα
    ⮡  The accident serves to show how dangerous high speed is.
    Το δυστύχημα χρησιμεύει να δείξει πόσο επικίνδυνη είναι η μεγάλη ταχύτητα.
  7. (μεταβατικό) εκτίω, περνάω ένα διάστημα στη φυλακή
    ⮡  He’s serving/He will serve a two-year prison sentence.
    Εκτίει/θα εκτίσει ποινή φυλάκισης δύο ετών.
    ⮡  He served three quarters of his sentence.
    Εξέτισε τα τρία τέταρτα της ποινής του.
  8. (μεταβατικό, νομικός όρος) επιδίδω, κοινοποιώ, δίνω σε κάποιον ένα επίσημο έγγραφο, ειδικά αυτό που τον διατάσσει να εμφανιστεί στο δικαστήριο
    ⮡  He was served with a summons to testify as a witness in court.
    Του επιδόθηκε κλήση για να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο.
    ⮡  I serve somebody with a writ./I serve a writ on somebody.
    Κοινοποιώ ένταλμα σε κάποιον.
  9. (μεταβατικό & αμετάβατο, αθλητισμός) σερβίρω
    ⮡  The player is serving the ball fabulously.
    Ο παίκτης σερβίρει θαυμάσια την μπάλα.
  10. (πληροφορική) εξυπηρετώ, παρέχω, προσφέρω, παραθέτω
    ⮡  Caching is a technique that stores a copy of a given resource and serves it back when requested.
    Η προσωρινή αποθήκευση είναι μια τεχνική που αποθηκεύει ένα αντίγραφο ενός δοθέντος πόρου και τον παρέχει πίσω όταν ζητηθεί.