serve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
serve | serves |
serve (en)
- (αθλητισμός) το σερβίρισμα μιας μπάλας
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | serve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | serves |
αόριστος | served |
παθητική μετοχή | served |
ενεργητική μετοχή | serving |
serve (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σερβίρω, εξυπηρετώ, δίνω σε κάποιον φαγητό ή ποτό, για παράδειγμα σε ένα εστιατόριο
- ⮡ White wine is served cold or, better yet, chilled, but never hot.
- Το άσπρο κρασί σερβίρεται κρύο ή, καλύτερα, παγωμένο, ποτέ όμως ζεστό.
- ⮡ He’s a very efficient waiter; he served all of the customers by himself.
- Πολύ ικανό το γκαρσόνι· εξυπηρέτησε μόνο του όλους τους πελάτες.
- ⮡ White wine is served cold or, better yet, chilled, but never hot.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) εξυπηρετώ, βοηθώ έναν πελάτη ή του πουλάω κάτι σε ένα μαγαζί
- (μεταβατικό) εξυπηρετώ, χρησιμεύω, είμαι χρήσιμος σε κάποιον για να πετύχει ή να ικανοποιήσει κάτι
- ⮡ This motorcycle has served me well.
- Αυτή η μοτοσικλέτα μ' έχει εξυπηρετήσει καλά.
- ⮡ It’s small but it will serve my needs.
- Είναι μικρό αλλά θα με εξυπηρετήσει.
- ⮡ This box will serve as a seat.
- Αυτό το κουτί θα χρησιμεύσει για κάθισμα.
- ⮡ It served as an example/as an excuse for him.
- Του χρησίμευσε σαν παράδειγμα/σα δικαιολογία.
- ⮡ This motorcycle has served me well.
- (μεταβατικό) εξυπηρετώ, παρέχω σε μια περιοχή ή μια ομάδα ανθρώπων ένα προϊόν ή μια υπηρεσία
- ⮡ This pool serves the whole city.
- Αυτή η πισίνα εξυπηρετεί όλη την πόλη.
- ⮡ Our office doesn’t discriminate; it serves everyone.
- Το γραφείο μας δεν κάνει διακρίσεις· τους εξυπηρετεί όλους.
- ⮡ The highway serves the entire province.
- Ο αυτοκινητόδρομος εξυπηρετεί ολόκληρη την επαρχία.
- ⮡ This pool serves the whole city.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) υπηρετώ, εργάζομαι ή εκτελώ καθήκοντα για ένα πρόσωπο, έναν οργανισμό, μια χώρα κτλ.
- ⮡ He served him faithfully for many years.
- Τον υπηρέτησε πιστά πολλά χρόνια.
- ⮡ She served in the Ministry of Foreign Affairs.
- Υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών.
- ⮡ Have you served in the army?
- Έχεις υπηρετήσει στο στρατό;
- ⮡ I served in two wars.
- Υπηρέτησα σε δύο πολέμους.
- ⮡ He served him faithfully for many years.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χρησιμεύω, έχω ένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα
- ⮡ The accident serves to show how dangerous high speed is.
- Το δυστύχημα χρησιμεύει να δείξει πόσο επικίνδυνη είναι η μεγάλη ταχύτητα.
- ⮡ The accident serves to show how dangerous high speed is.
- (μεταβατικό) εκτίω, περνάω ένα διάστημα στη φυλακή
- ⮡ He’s serving/He will serve a two-year prison sentence.
- Εκτίει/θα εκτίσει ποινή φυλάκισης δύο ετών.
- ⮡ He served three quarters of his sentence.
- Εξέτισε τα τρία τέταρτα της ποινής του.
- ⮡ He’s serving/He will serve a two-year prison sentence.
- (μεταβατικό, νομικός όρος) επιδίδω, κοινοποιώ, δίνω σε κάποιον ένα επίσημο έγγραφο, ειδικά αυτό που τον διατάσσει να εμφανιστεί στο δικαστήριο
- ⮡ He was served with a summons to testify as a witness in court.
- Του επιδόθηκε κλήση για να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο.
- ⮡ I serve somebody with a writ./I serve a writ on somebody.
- Κοινοποιώ ένταλμα σε κάποιον.
- ⮡ He was served with a summons to testify as a witness in court.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, αθλητισμός) σερβίρω
- ⮡ The player is serving the ball fabulously.
- Ο παίκτης σερβίρει θαυμάσια την μπάλα.
- ⮡ The player is serving the ball fabulously.
- (πληροφορική) εξυπηρετώ, παρέχω, προσφέρω, παραθέτω
- ⮡ Caching is a technique that stores a copy of a given resource and serves it back when requested.
- Η προσωρινή αποθήκευση είναι μια τεχνική που αποθηκεύει ένα αντίγραφο ενός δοθέντος πόρου και τον παρέχει πίσω όταν ζητηθεί.
- ⮡ Caching is a technique that stores a copy of a given resource and serves it back when requested.