Ετυμολογία

επεξεργασία
bene< λατινική bene

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbɛ.ne/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bene beni

bene (it)

  Επίθετο

επεξεργασία

bene (it)

  Επίρρημα

επεξεργασία

bene (it)

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. proprietà
  2. possedimenti
  3. possidenza



  Επίρρημα

επεξεργασία

bene

bonus-bona-bonum
melior-melior-melius
optimus-optima-optimum