σικ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- σικ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chic[1]
Επίθετο
επεξεργασία
σικ άκλιτο
- κομψός, καλοντυμένος με γούστο, στιλάτος
- ※ Ευτυχώς όμως ευρέθηκε μπροστά μου ένας κύριος πολύ σικ και καθώς πρέπει και με έσωσε. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- σικ: → δείτε τη λέξη sic
Επίρρημα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σικ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας