Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsik/

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

σικ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chic[1]

  Επίθετο επεξεργασία

σικ άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

σικ: → δείτε τη λέξη sic

  Επίρρημα επεξεργασία

σικ

  Αναφορές επεξεργασία