Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλοντυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλοντυμέν
ος
η
καλοντυμέν
η
το
καλοντυμέν
ο
γενική
του
καλοντυμέν
ου
της
καλοντυμέν
ης
του
καλοντυμέν
ου
αιτιατική
τον
καλοντυμέν
ο
την
καλοντυμέν
η
το
καλοντυμέν
ο
κλητική
καλοντυμέν
ε
καλοντυμέν
η
καλοντυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλοντυμέν
οι
οι
καλοντυμέν
ες
τα
καλοντυμέν
α
γενική
των
καλοντυμέν
ων
των
καλοντυμέν
ων
των
καλοντυμέν
ων
αιτιατική
τους
καλοντυμέν
ους
τις
καλοντυμέν
ες
τα
καλοντυμέν
α
κλητική
καλοντυμέν
οι
καλοντυμέν
ες
καλοντυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλοντυμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καλοντύνω
. Μορφολογικά,
καλο-
+
ντυμένος
Μετοχή
επεξεργασία
καλοντυμένος, -η, -ο
που είναι
όμορφα
ντυμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
κακοντυμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καλός
και
ντύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλοντυμένος
αγγλικά
:
well-dressed
(en)
γαλλικά
:
bien
(fr)
habillé
(fr)
ιταλικά
:
agghindato
(it)
,
azzimato
(it)
πορτογαλικά
:
aprumado
(pt)
σουηδικά
:
välklädd
(sv)