habillé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | habillé | habillés |
θηλυκό | habillée | habillées |
habillé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | habillé | habillés |
θηλυκό | habillée | habillées |
habillé (fr)