ντυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ντυμένος | η | ντυμένη | το | ντυμένο |
γενική | του | ντυμένου | της | ντυμένης | του | ντυμένου |
αιτιατική | τον | ντυμένο | την | ντυμένη | το | ντυμένο |
κλητική | ντυμένε | ντυμένη | ντυμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ντυμένοι | οι | ντυμένες | τα | ντυμένα |
γενική | των | ντυμένων | των | ντυμένων | των | ντυμένων |
αιτιατική | τους | ντυμένους | τις | ντυμένες | τα | ντυμένα |
κλητική | ντυμένοι | ντυμένες | ντυμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /diˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντυ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαντυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ντύνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-ντυμένος»
όπως ενδεικτικά:
δείτε
- Όροι με ντυμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)