ασπροντυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαασπροντυμένος
- ο ντυμένος στα λευκά
- ⮡ στην Ιαπωνία, στις κηδείες είναι όλοι ασπροντυμένοι, αφού το λευκό είναι το χρώμα τού θρήνου εκεί
- άλλες μορφές: ασπροεντυμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασπροντυμένος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ασπροντυμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας