Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαυροφορεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαυροφορεμέν
ος
η
μαυροφορεμέν
η
το
μαυροφορεμέν
ο
γενική
του
μαυροφορεμέν
ου
της
μαυροφορεμέν
ης
του
μαυροφορεμέν
ου
αιτιατική
τον
μαυροφορεμέν
ο
τη
μαυροφορεμέν
η
το
μαυροφορεμέν
ο
κλητική
μαυροφορεμέν
ε
μαυροφορεμέν
η
μαυροφορεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαυροφορεμέν
οι
οι
μαυροφορεμέν
ες
τα
μαυροφορεμέν
α
γενική
των
μαυροφορεμέν
ων
των
μαυροφορεμέν
ων
των
μαυροφορεμέν
ων
αιτιατική
τους
μαυροφορεμέν
ους
τις
μαυροφορεμέν
ες
τα
μαυροφορεμέν
α
κλητική
μαυροφορεμέν
οι
μαυροφορεμέν
ες
μαυροφορεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μαυροφορεμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
μαυροφορώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
μαυροντυμένος
μαυροφόρετος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαυροφορεμένος
γαλλικά
:
habillé
(fr)
de
noir
(fr)