Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυροντυμένος η μαυροντυμένη το μαυροντυμένο
      γενική του μαυροντυμένου της μαυροντυμένης του μαυροντυμένου
    αιτιατική τον μαυροντυμένο τη μαυροντυμένη το μαυροντυμένο
     κλητική μαυροντυμένε μαυροντυμένη μαυροντυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυροντυμένοι οι μαυροντυμένες τα μαυροντυμένα
      γενική των μαυροντυμένων των μαυροντυμένων των μαυροντυμένων
    αιτιατική τους μαυροντυμένους τις μαυροντυμένες τα μαυροντυμένα
     κλητική μαυροντυμένοι μαυροντυμένες μαυροντυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυροντυμένος < μαυρο- + ντυμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ντύνω) ή μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαυροντύνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.vɾo.diˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαυ‐ρο‐ντυ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

μαυροντυμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία