μαυροντύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.vɾoˈdi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαυ‐ρο‐ντύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαμαυροντύνω, αόρ.: μαυροέντυσα/μαυρόντυσα, παθ.φωνή: μαυροντύνομαι, π.αόρ.: μαυροντύθηκα, μτχ.π.π.: μαυροντυμένος
- φοράω μαύρα ως πένθος, πενθώ
- ※ Τι είναι αυτό το φοβερό πράμα, που λέγεται πόλεμος και που βγάζει τους ανθρώπους απ’ τα συγκαλά τους και τους μαυροντύνει και καίει τ’ ακριβά, αγαπημένα σπιτάκια, και σκοτώνει και τους ζωντανούς, και σκοτώνει και τη χαρά;
- Σωτηρίου, Διδώ (1978). Μέσα στις φλόγες. Αθήνα: Κέδρος, σελ. 109-110.
- ※ Στη Σκύρο δεν βαρυπενθούν, δεν μαυροντύνουν τα παιδιά και το σπίτι όπως συνηθίζουν στην Κύμη. Γενικά εμείς οι Σκυριανοί αψηφούμε το θάνατο.
- Λάμπρου, Αλίκη (1994), Οι Σκυριανές φορεσιές, Ναύπλιο: Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, σελ. 121
- ※ Φορούσε κράνος, δεν έπινε, ήταν προσεκτικός. Μαυροντύθηκαν οι γονείς και οι συγγενείς. Από τη μια μέρα στην άλλη, το αδιανόητο σμίλεψε τα πρόσωπα, πάγωσε τα χαρακτηριστικά. Ψίθυροι, σουρσίματα, οδύνη που δύσκολα απομονώνεται από τα δέντρα και τα φυτά του κήπου.
- Κατσουνάκη, Μαρία (30 Ιουλίου 2022), Μια ζωή ακόμη χαμένη στη λάθος στροφή, Η Καθημερινή
- ※ Τι είναι αυτό το φοβερό πράμα, που λέγεται πόλεμος και που βγάζει τους ανθρώπους απ’ τα συγκαλά τους και τους μαυροντύνει και καίει τ’ ακριβά, αγαπημένα σπιτάκια, και σκοτώνει και τους ζωντανούς, και σκοτώνει και τη χαρά;
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαυροντύνομαι | μαυροντυνόμουν(α) | θα μαυροντύνομαι | να μαυροντύνομαι | ||
β' ενικ. | μαυροντύνεσαι | μαυροντυνόσουν(α) | θα μαυροντύνεσαι | να μαυροντύνεσαι | ||
γ' ενικ. | μαυροντύνεται | μαυροντυνόταν(ε) | θα μαυροντύνεται | να μαυροντύνεται | ||
α' πληθ. | μαυροντυνόμαστε | μαυροντυνόμαστε μαυροντυνόμασταν |
θα μαυροντυνόμαστε | να μαυροντυνόμαστε | ||
β' πληθ. | μαυροντύνεστε | μαυροντυνόσαστε μαυροντυνόσασταν |
θα μαυροντύνεστε | να μαυροντύνεστε | μαυροντύνεστε | |
γ' πληθ. | μαυροντύνονται | μαυροντύνονταν μαυροντυνόντουσαν |
θα μαυροντύνονται | να μαυροντύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαυροντύθηκα | θα μαυροντυθώ | να μαυροντυθώ | μαυροντυθεί | ||
β' ενικ. | μαυροντύθηκες | θα μαυροντυθείς | να μαυροντυθείς | μαυροντύσου | ||
γ' ενικ. | μαυροντύθηκε | θα μαυροντυθεί | να μαυροντυθεί | |||
α' πληθ. | μαυροντυθήκαμε | θα μαυροντυθούμε | να μαυροντυθούμε | |||
β' πληθ. | μαυροντυθήκατε | θα μαυροντυθείτε | να μαυροντυθείτε | μαυροντυθείτε | ||
γ' πληθ. | μαυροντύθηκαν μαυροντυθήκαν(ε) |
θα μαυροντυθούν(ε) | να μαυροντυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαυροντυθεί | είχα μαυροντυθεί | θα έχω μαυροντυθεί | να έχω μαυροντυθεί | μαυροντυμένος | |
β' ενικ. | έχεις μαυροντυθεί | είχες μαυροντυθεί | θα έχεις μαυροντυθεί | να έχεις μαυροντυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαυροντυθεί | είχε μαυροντυθεί | θα έχει μαυροντυθεί | να έχει μαυροντυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαυροντυθεί | είχαμε μαυροντυθεί | θα έχουμε μαυροντυθεί | να έχουμε μαυροντυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαυροντυθεί | είχατε μαυροντυθεί | θα έχετε μαυροντυθεί | να έχετε μαυροντυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαυροντυθεί | είχαν μαυροντυθεί | θα έχουν μαυροντυθεί | να έχουν μαυροντυθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μαυροντυμένος - είμαστε, είστε, είναι μαυροντυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μαυροντυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μαυροντυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μαυροντυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μαυροντυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μαυροντυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μαυροντυμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαυροντύνω
|
Πηγές
επεξεργασία- → δείτε μαυροντυμένος