πενθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πενθώ < αρχαία ελληνική πενθέω / πενθῶ < πένθος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /penˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πεν‐θώ
Ρήμα
επεξεργασίαπενθώ
- διάγω περίοδο πένθους, μεγάλης οδύνης για τον θάνατο αγαπημένου
- (κατ’ επέκταση) πενθοφορώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πένθος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πενθώ | πενθούσα | θα πενθώ | να πενθώ | πενθώντας | |
β' ενικ. | πενθείς | πενθούσες | θα πενθείς | να πενθείς | (πένθει) | |
γ' ενικ. | πενθεί | πενθούσε | θα πενθεί | να πενθεί | ||
α' πληθ. | πενθούμε | πενθούσαμε | θα πενθούμε | να πενθούμε | ||
β' πληθ. | πενθείτε | πενθούσατε | θα πενθείτε | να πενθείτε | πενθείτε | |
γ' πληθ. | πενθούν(ε) | πενθούσαν(ε) | θα πενθούν(ε) | να πενθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πένθησα | θα πενθήσω | να πενθήσω | πενθήσει | ||
β' ενικ. | πένθησες | θα πενθήσεις | να πενθήσεις | πένθησε | ||
γ' ενικ. | πένθησε | θα πενθήσει | να πενθήσει | |||
α' πληθ. | πενθήσαμε | θα πενθήσουμε | να πενθήσουμε | |||
β' πληθ. | πενθήσατε | θα πενθήσετε | να πενθήσετε | πενθήστε | ||
γ' πληθ. | πένθησαν πενθήσαν(ε) |
θα πενθήσουν(ε) | να πενθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πενθήσει | είχα πενθήσει | θα έχω πενθήσει | να έχω πενθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πενθήσει | είχες πενθήσει | θα έχεις πενθήσει | να έχεις πενθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πενθήσει | είχε πενθήσει | θα έχει πενθήσει | να έχει πενθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πενθήσει | είχαμε πενθήσει | θα έχουμε πενθήσει | να έχουμε πενθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πενθήσει | είχατε πενθήσει | θα έχετε πενθήσει | να έχετε πενθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πενθήσει | είχαν πενθήσει | θα έχουν πενθήσει | να έχουν πενθήσει |
|