Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενθώ < αρχαία ελληνική πενθέω / πενθῶ < πένθος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /penˈθo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεν‐θώ

  Ρήμα επεξεργασία

πενθώ

  1. διάγω περίοδο πένθους, μεγάλης οδύνης για τον θάνατο αγαπημένου
  2. (κατ’ επέκταση) πενθοφορώ

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία