διάγω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διάγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάγω < δι- (διά) + ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε δι- + άγω [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈa.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐γω
ΡήμαΕπεξεργασία
διάγω, πρτ.: διήγα, στ.μέλλ.: θα διαγάγω, αόρ.: διήγαγα (χωρίς παθητική φωνή)
- διαβιώνω, ζω τη ζωή μου με κάποιον τρόπο
- ↪ διάγει έντιμο βίο
- ↪ διάγει πλάνητα βίον (χωρίς μόνιμο τόπος διαμονής)
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διάγω
|
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
διάγω
- (μεταβατικό) περνάω απέναντι κάτι
- (αμετάβατο) εγώ περνάω απέναντι
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «διάγω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «διάγω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.