διαβιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβιώνω < αρχαία ελληνική διαβιόω / διαβιῶ < διά + βιόω / βιῶ < βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.viˈo.no/ & /ðʝa.viˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βι‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαβιώνω, αόρ.: διαβίωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- ζω τη ζωή μου σε κάποιο περιβάλλον ή συνθήκες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- (ζω)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαβιώνω | διαβίωνα | θα διαβιώνω | να διαβιώνω | διαβιώνοντας | |
β' ενικ. | διαβιώνεις | διαβίωνες | θα διαβιώνεις | να διαβιώνεις | διαβίωνε | |
γ' ενικ. | διαβιώνει | διαβίωνε | θα διαβιώνει | να διαβιώνει | ||
α' πληθ. | διαβιώνουμε | διαβιώναμε | θα διαβιώνουμε | να διαβιώνουμε | ||
β' πληθ. | διαβιώνετε | διαβιώνατε | θα διαβιώνετε | να διαβιώνετε | διαβιώνετε | |
γ' πληθ. | διαβιώνουν(ε) | διαβίωναν διαβιώναν(ε) |
θα διαβιώνουν(ε) | να διαβιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαβίωσα | θα διαβιώσω | να διαβιώσω | διαβιώσει | ||
β' ενικ. | διαβίωσες | θα διαβιώσεις | να διαβιώσεις | διαβίωσε | ||
γ' ενικ. | διαβίωσε | θα διαβιώσει | να διαβιώσει | |||
α' πληθ. | διαβιώσαμε | θα διαβιώσουμε | να διαβιώσουμε | |||
β' πληθ. | διαβιώσατε | θα διαβιώσετε | να διαβιώσετε | διαβιώστε | ||
γ' πληθ. | διαβίωσαν διαβιώσαν(ε) |
θα διαβιώσουν(ε) | να διαβιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαβιώσει | είχα διαβιώσει | θα έχω διαβιώσει | να έχω διαβιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαβιώσει | είχες διαβιώσει | θα έχεις διαβιώσει | να έχεις διαβιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαβιώσει | είχε διαβιώσει | θα έχει διαβιώσει | να έχει διαβιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαβιώσει | είχαμε διαβιώσει | θα έχουμε διαβιώσει | να έχουμε διαβιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαβιώσει | είχατε διαβιώσει | θα έχετε διαβιώσει | να έχετε διαβιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαβιώσει | είχαν διαβιώσει | θα έχουν διαβιώσει | να έχουν διαβιώσει |
|