Δείτε επίσης: διαβρώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβιώνω < αρχαία ελληνική διαβιόω / διαβιῶ < διά + βιόω / βιῶ < βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.viˈo.no/ & /ðʝa.viˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐βι‐ώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

διαβιώνω, αόρ.: διαβίωσα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία